μπεντέλι

μπεντέλι
το
(στην τουρκοκρατία) ποσό που καταβαλλόταν από τους Έλληνες για την απαλλαγή τους από τη στρατιωτική θητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bedel].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”